Δευτέρα 27 Απριλίου 2009

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ - ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ (Αναδημοσίευση)

Η εκκλησιαστική (επισκοπική και μοναστηριακή) περιουσία κατά κανόνα, έχει «κατά Θεόν» προέλευση (δωρεές, αφιερώματα των ίδιων των μοναχών στο μοναστήρι τους, πολιτειακές παροχές κ.λ.π.). Και αυτό, διότι οι Επισκοπές και τα Μοναστήρια, σε δυσχείμερους μάλιστα καιρούς (παρατεινόμενη δουλεία), προσέφεραν τεράστιο κοινωνικό έργο, πού ο Λαός το εκτιμούσε απεριόριστα. Διότι τα Μοναστήρια ήταν αληθινή κολυμβήθρα πνευματικής και κοινωνικής αναγέννησης. Γι’ αυτό ο βαθύς γνώστης της Ορθοδοξίας, αείμνηστος καθηγητής Στήβεν Ράνσιμαν, έγραφε, ότι ήταν ευλογημένα τα χωριά που κοντά τους είχαν κάποιο μοναστήρι. Τα μοναστήρια μας αναδείχθηκαν σε αληθινή «κιβωτό του Γένους», σώζοντας και την πίστη του και τον τρόπο ζωής του, τον πολιτισμό του. Γι’ αυτό οι Βαυαροί το πρώτο που έκαμαν, μαζί με τα εγχώρια όργανά τους, για την προώθηση του εξευρωπαϊσμού μας, ήταν η διάλυση των μοναστηριών στην πλειοψηφία τους και η διαρπαγή της περιουσίας τους. Ήξεραν ότι στα Μοναστήρια σωζόταν κυριολεκτικά το Έθνος.

Πολύς λόγος γίνεται λοιπόν για την εκκλησιαστική περιουσία, με κυρίαρχη τάση τον λαϊκισμό: Να μοιραστεί η περιουσία στο λαό. Δεν διευκρινίζεται όμως ποιος είναι αυτός ο λαός. Σε αυτή την περίπτωση δίκαιο βέβαια είναι και το ερώτημα: Γιατί δεν μοιράζει και το Κράτος την περιουσία του στο λαό; Πώς όμως; Έτσι άτακτα και αόριστα; Δεν είναι λίγες οι φορές, που ο εκκλησιαστικός χώρος παρεχώρησε μέρος της περιουσίας του στο Κράτος για την αντιμετώπιση κοινωνικών αναγκών. Π.χ. η προσφορά γης στους πρόσφυγες (Βύρωνας, Καισαριανή) ή για την ανέγερση εθνωφελών Ιδρυμάτων (Πανεπιστήμιο, Ακαδημία, νοσοκομεία). Στο λαό δεν πηγαίνουν –και δεν ανήκουν- όλα αυτά τα Ιδρύματα;

Ο τρόπος αυτός διαχείρισης της περιουσίας από τους ηθικούς εκκλησιαστικούς παράγοντες έχει κατοχυρωθεί –και διαιωνίζεται- από τους εν Πνεύματι συνταχθέντες συνοδικούς Κανόνες της Εκκλησίας ((1) Κανών 28 των Αγίων Αποστόλων: «Ο Επίσκοπος έχει την φροντίδα όλων των πραγμάτων της Εκκλησίας, είτε χωραφιών και ακινήτων (απο) κτημάτων, είτε κειμηλίων και κινητών και τα «κυβερνά» (διαχειρίζεται) με φόβο και προσοχή, «στοχαζόμενος ότι έχει τον Θεόν έφορον και εξεταστήν εις την κυβέρνησιν (διαχείριση) αυτών». Όμως δεν έχει και την άδεια να τα οικειοποιείται και να λέγει, ότι είναι δικό του κάτι από αυτά, ή να τα χαρίζει σε συγγενείς του… Εάν δε οι συγγενείς του αυτοί είναι φτωχοί, ας δίνει και σ΄ αυτούς, επειδή όμως είναι φτωχοί και όχι ως συγγενείς του. Ας τους ελεεί από την ετήσια συγκομιδή και όχι εξ αιτίας τους να δικαιούται να πωλεί κάποιο από αυτά. Ο Επίσκοπος δηλαδή ή ο Ηγούμενος είναι όχι ιδιοκτήτες, αλλ’ απλοί «οικονόμοι» (διαχειριστές) των αγαθών, που ανήκουν στον Θεό και τον Λαό Του! (2) 12ος της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου: Όποιος Επίσκοπος ή Ηγούμενος μοναστηριού δώσει κτήματα εκκλησιαστικά σε άρχοντες «ή με πωλησίαν ή με αλλαξίαν» (ανταλλαγή!!!), να ακυρώνεται η πράξη και τα πράγματα να επιστρέφονται στην Επισκοπή ή το Μοναστήρι. Αν δε τυχόν –παρατηρεί ο άγιος Νικόδημος- ο Αρχιερεύς ή ο Ηγούμενος προφασίζονται, ότι το χωράφι δεν δίνει εισόδημα ή κέρδος, αλλά μάλλον ζημία, ας το πουλούν, όχι σε άρχοντες και δυνάστες, αλλά σε κληρικούς ή γεωργούς, ανθρώπους δηλαδή «ταπεινούς και ευτελείς». Το γιατί το εξηγεί ο ίδιος Πατέρας: Τα πράγματα αυτά έχουν αφιερωθεί στον Θεόν και είναι «ιερά» και «πτωχικά». Προορίζονται δηλαδή για την κάλυψη των αναγκών των φτωχών. Δεν προορίζονται για άρχοντες, λοιπόν, ισχυρούς, που θα τα προσθέσουν στην δική τους περιουσία. Αν τα πάρουν όμως φτωχοί, τότε μπορεί να τα ξαναγοράσει από αυτούς η Εκκλησία, κάτι που δεν μπορεί να γίνει με τους πλούσιους.

Το πνεύμα της Ορθοδοξίας είναι, ότι η εκκλησιαστική και μοναστηριακή περιουσία ΠΡΕΠΕΙ να μένει στην Επισκοπή ή το Μοναστήρι, διότι τότε είναι πραγματικά «λαϊκή», ανήκει στον λαό. Όταν το ιδιοποιηθεί κάποιος, και μάλιστα «άρχοντας», δηλαδή ισχυρός, παύουν να ανήκουν στο λαό και γίνονται δική του ιδιοκτησία. Αυτό πρέπει να ισχύει και σήμερα. Τα μοναστηριακά κτήματα μπορούν να εκχωρούνται για κάποια χρόνια σε φτωχούς γεωργούς, για να τα καλλιεργούν και να διαθρέφουν την οικογένειά τους. Να μην χαριστούν όμως, διότι, όπως έχει συμβεί, οι γεωργοί θα τα πουλήσουν και τα χωράφια θα χαθούν. Μετά να επιστρέφονται πάλι εκεί, όπου ανήκουν, για την συμπαράσταση και σε άλλους. Μέσα σ’ αυτό το πνευματικό και φιλάνθρωπο κλίμα μπορεί να κινηθεί η διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας.

Κάποιοι περιμένουν τον «χωρισμό» Εκκλησίας-Πολιτείας, για να βρουν «νόμιμους» τρόπους διαρπαγής της εκκλησιαστικής περιουσίας, στο πνεύμα των Βαυαρών και των μετά τον Καποδίστρια (ο οποίος ήθελε την αξιοποίησή της) κρατικών ηγετών. Ξεχνούν όμως, ότι κατά το Σύνταγμα (άρθρο 17) προστατεύεται η ιδιοκτησία. Γιατί λοιπόν να μην επικαλεσθεί το Σύνταγμα και ο εκκλησιαστικός χώρος; Μήπως δεν δικαιώθηκαν οι Μονές, που προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, όταν ζημιώθηκαν περιουσιακά επί Τρίτση (1987); Ο διοικητικός χωρισμός υπάρχει (ν. 590/1977, ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας μας). Ο «χωρισμός», ως αποσύνδεση της Ορθοδοξίας από την ζωή του Έθνους -αυτόν στην ουσία θέλουν- θα είναι αδύνατος.

Και κάτι άλλο, μια και ο λόγος για διαχείριση περιουσιακών στοιχείων. Σε κάθε Μητρόπολη υπάρχει το «Μητροπολιτικό Συμβούλιο», που αποφασίζει γι’ αυτά. Σ’ αυτό μετέχουν ex officio και δύο κρατικοί υπάλληλοι (ανώτεροι): ένας δικαστικός και ένας οικονομικός. Αν συμβεί, λοιπόν, ποτέ κάποια ατασθαλία, σημαίνει ότι και αυτοί συγκατένευσαν. Ας το ξέρουμε, λοιπόν, όταν αναζητούμε ενόχους. Παπάδες και Ηγούμενοι μπορούν να «παραπλανήσουν» κρατικούς παράγοντες, όταν οι τελευταίοι στοχεύουν σε κάποιο δικό τους συμφέρον.