Τρίτη 15 Ιουνίου 2010

Περί Πλεονεξίας - Μ. Βασιλείου

ΠΟΙΟΝ ΑΔΙΚΩ, λέει [ὁ πλούσιος], προστατεύοντας αὐτὰ ποὺ μοῦ ἀνήκουν; Πές μου λοιπόν, τί σοῦ ἀνήκει; Ἀπὸ ποῦ τὰ πῆρες καὶ τὰ ἔφερες στὴ ζωή σου; (...) Δὲν ἦρθες στὸν κόσμο γυμνός; Γυμνὸς δὲν θὰ ἐπιστρέψεις στὴ γῆ; Ποῦ τὰ βρῆκες αὐτὰ ποὺ ἔχεις τώρα; Ἂν πιστεύεις ὅτι στὰ χάρισε ἡ τύχη εἶσαι ἄθεος, δὲν ἀναγνωρίζεις τὸν δημιουργό, δὲν νοιώθεις εὐγνωμοσύνη γι᾽ αὐτὸν ποὺ στὰ ἔδωσε· ἂν ὅμως παραδέχεσαι ὅτι προέρχονται ἀπ᾽ τὸν Θεό, πές μου γιὰ ποιό λόγο στὰ ἔδωσε; Μήπως εἶναι ἄδικος ὁ Θεὸς καὶ μοιράζει ἂνισα τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴ ζωή; Γιατί ἐσὺ εἶσαι πλούσιος κι ἐκεῖνος φτωχός; Ὄχι γι᾽ ἄλλο λόγο παρὰ γιὰ νὰ ἀνταμοιφθεῖς ἐσὺ γιὰ τὴν καλωσύνη καὶ τὴ σωστὴ διαχείριση τῆς περιουσίας, κι ἐκεῖνος γιὰ νὰ κερδίσει τὰ μεγάλα ἔπαθλα τῆς ὑπομονῆς. Ὅμως ἐσὺ τὰ ἔκρυψες ὅλα στοὺς ἀχόρταγους κόλπους τῆς πλεονεξίας· νομίζεις λοιπὸν ὅτι κανένα δὲν ἀδικεῖς ὅταν τόσους στερεῖς ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ αὐτά; Ποιός εἶναι πλεονέκτης; Ὅποιος δὲν περιορίζεται στὰ ἀπαραίτητα. Ποιός ἅρπαγας; Ἐκεῖνος ποὺ ἀφαιρεῖ τὴν περιουσία τῶν ἄλλων. Ἐσὺ δὲν εἶσαι πλεονέκτης; Δὲν εἶσαι ἅρπαγας; Δὲν κρατᾶς γιὰ τὸν ἑαυτό σου ὅσα σοῦ δόθηκαν γιὰ νὰ τὰ διαχειρισθεῖς πρὸς ὄφελος ὅλων; Αὐτὸς ποὺ γδύνει τὸν ντυμένο θὰ ὀνομαστεῖ λωποδύτης ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ δὲν ντύνει τὸν γυμνὸ μήπως δὲν ἀξίζει αὐτὴ τὴν ὀνομασία; Τὸ ψωμὶ ποὺ ἀποθηκεύεις εἶναι τοῦ πεινασμένου, τὰ ροῦχα ποὺ συσσωρεύεις εἶναι τοῦ γυμνοῦ, τὰ παπούτσια ποὺ τά ΄χεις καὶ σαπίζουν εἶναι τοῦ ξυπόλυτου, τὰ λεφτὰ ποὺ θάβεις γιὰ νὰ μὴ στὰ κλέψουν εἶναι τοῦ φτωχοῦ. Εἶναι τόσοι αὐτοὶ ποὺ ἀδικεῖς ὅσοι αὐτοὶ ποὺ θὰ μποροῦσες νὰ βοηθήσεις