Τετάρτη 6 Μαΐου 2009

ΘΛΙΨΕΙΣ, ΤΙΜΩΡΙΕΣ, ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ, ΠΡΟΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ (Ι. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ)

Ο Θεός είναι αγαθός και φιλάνθρωπος όχι μόνο όταν μας ευεργετεί αλλά και όταν μας τιμωρεί. Και πράγματι οι κολασμοί και οι τιμωρίες Αυτού αποτελούν μέγιστο μέρος της ευεργεσίας, μέγιστη εκδήλωση πρόνοιας. Όταν λοιπόν δεις να εμφανίζεται πείνα και επιδημίες και ξηρασίες και πλημμύρες και ασυνήθιστη πνοή ανέμων ή άλλο κάτι από αυτά που τιμωρούν την ανθρώπινη φύση, μη δυσανασχετήσεις, ούτε να απογοητευθείς αλλά προσκύνησε αυτόν που τα προκαλεί, θαύμασε αυτόν δια τη φροντίδα του. Διότι Εκείνος τα κάνει αυτά και τιμωρεί το σώμα για να σωφρονίσει την ψυχή. Κάποιος όμως θα πει: ο Θεός κάνει αυτά τα πράγματα ; Ναι ο Θεός τα κάνει. Και μπροστά σε όλη την πόλη και σε ολόκληρη την οικουμένη, δεν θα διστάσω να το πω. Μακάρι η φωνή μου να ήταν ισχυρότερη και από τη σάλπιγγα και να μπορούσα να σταθώ σε ένα υψηλό μέρος και να φωνάξω σε όλους και να διακηρύξω ότι αυτά τα κάνει ο Θεός. Και δεν τα λέω αυτά από αλαζονεία αλλά έχω συμπαραστάτη τον προφήτη, ο οποίος φωνάζει και λέει μαζί μου, ότι «δεν υπάρχει στην πόλη “κακία” την οποία δεν προκάλεσε ο Κύριος; » (Αμώς 3,6). Είναι βεβαίως η “κακία” όνομα ομόηχο και θέλω να μάθετε εσείς τη σημασία κάθε μιας από τις δύο ομώνυμες έννοιες της “κακίας”, για να μη συγχέετε τη φύση των πραγμάτων εξ αιτίας της ομωνυμίας και καταλήξετε σε βλασφημία κατά του Θεού.

Κακία λοιπόν είναι η πραγματική κακία, π.χ. η πορνεία, η μοιχεία, η πλεονεξία και τα αμέτρητα δεινά, που είναι άξια μεγίστης κατακρίσεως και τιμωρίας. Πάλι είναι “κακία”, μάλλον δεν είναι αλλά έτσι λέγεται, η πείνα, η επιδημία, ο θάνατος, η αρρώστια και τα παρόμοια. Αυτά βεβαίως μπορεί να μην είναι κακά. Τι λοιπόν; Αν ήταν κακά δεν θα γίνονταν για εμάς αίτια αγαθών, όταν σωφρονίζουν την αλαζονεία, εκριζώνουν την αδιαφορία και μας επαναφέρουν στην ανήσυχη φροντίδα και μας καθιστούν περισσότερο προσεκτικούς. «Διότι όταν», λέει, «τους εφόνευε, τότε τον αναζητούσαν και επέστρεφαν προς Αυτόν και ερχόντουσαν προς το Θεό από βαθέος όρθρου» (Ψαλμ. 77,34). Κακία λοιπόν αυτήν εννοεί, αυτήν η οποία μας σωφρονίζει, μας καθιστά λαμπρούς, αυτήν που μας υποχρεώνει να γινόμαστε επιμελέστεροι, που μας επαναφέρει στη χριστιανική διδασκαλία, δεν εννοεί την άλλη τη διαβλητή κακία που είναι άξια κατακρίσεως. Διότι εκείνη δεν είναι έργο του Θεού, αλλά εύρημα της δικής μας θέλησης και αποβλέπει στην αναίρεση εκείνης. Κακία λοιπόν ο Θεός εννοεί την «κάκωση», η οποία προκαλείται σε μας από τις τιμωρίες, ονομάζων αυτήν κατ’ αυτό τον τρόπο όχι από το χαρακτήρα της, αλλά από τη γνώμη των ανθρώπων. Επειδή δηλαδή συνηθίζουμε να ονομάζουμε “κακία” όχι μόνο τις κλοπές και τις μοιχείες, αλλά και τις συμφορές, κάλεσε το πράγμα με το όνομα αυτό από την εκτίμηση που κάνουν οι άνθρωποι. Αυτό λοιπόν εννοεί ο προφήτης όταν λέει ότι «δεν υπάρχει στη πόλη “κακία” την οποία δεν προκάλεσε ο Κύριος» (Αμώς 3,6). Τούτο φανέρωσε ο Θεός και δια του Ησαΐα όταν είπε: «Εγώ είμαι ο Θεός που κάνω ειρήνη και δημιουργώ “κακά”» (Ης. 45,7). Κακά πάλι εδώ αποκαλεί τις συμφορές. Την ίδια “κακία” υπαινίσσεται και ο Χριστός στα Ευαγγέλια όταν λέει στους μαθητές του τα εξής: «Αρκεί δια την ημέραν η “κακία” αυτής» (Ματθ. 6,34), δηλαδή η κάκωση, η ταλαιπωρία. Από παντού λοιπόν γίνεται φανερό ότι “κακία” ονομάζει τις τιμωρίες, τις οποίες εκφέρει εναντίον μας, ως μέγιστη εκδήλωση προνοίας.
Και πράγματι και ο ιατρός δεν είναι αξιοθαύμαστος μόνο όταν οδηγεί τον ασθενή σε κήπους και λιβάδια, ούτε όταν τον φέρνει σε λουτρά και κολυμβήθρες, ούτε όταν του παραθέτει πλούσιο τραπέζι, αλλά είναι εξίσου ιατρός και όταν προστάζει να μένει νηστικός και όταν υποφέρει από την πείνα, και βασανίζεται από τη δίψα, όταν τον καθηλώνει στο κρεβάτι και μετατρέπει κατά κάποιο τρόπο το σπίτι σε φυλακή, και τον αποστερεί και από αυτό το φως, συσκοτίζων την αίθουσα από όλα τα μέρη με παραπετάσματα, και όταν κάνει χειρουργική επέμβαση, και όταν καυτηριάζει, και όταν του προσφέρει πικρά φάρμακα. Πώς λοιπόν δεν είναι άτοπο, εκείνον μεν που του προκαλεί τόσα κακά να τον ονομάζουμε γιατρό, και το Θεό, αν καμιά φορά προκαλέσει ένα από αυτά, π.χ. επιδημία ή θάνατο, να τον βλασφημούμε και να του αρνούμαστε την πρόνοια για το σύμπαν; Και όμως μόνο αυτός είναι ο αληθινός γιατρός, ιατρός ψυχών και σωμάτων.

Γι’ αυτό πολλές φορές παραλαμβάνει τον άνθρωπο, όταν σκιρτά από ευημερία και προκαλεί πυρετό αμαρτημάτων, και με την ένδεια την πείνα και το θάνατο και με άλλες συμφορές και με άλλα φάρμακα που γνωρίζει Αυτός, τον απαλλάσσει από τα νοσήματα. Αλλά θα πει κάποιος, την πείνα την αισθάνονται μόνο οι πτωχοί. Ο Θεός όμως δεν τιμωρεί μόνο με πείνα αλλά και με αναρίθμητα άλλα μέσα. Τον πτωχό πολλές φορές τον σωφρόνισε με την πείνα, τον πλούσιο και τον εύπορο γενικώς με τους κινδύνους, τα νοσήματα, με προώρους θανάτους. Διότι είναι επινοητικός και έχει ποικίλα φάρμακα για τη σωτηρία μας. Το ίδιο κάνουν και οι δικαστές. Δεν τιμούν μόνο, ούτε στεφανώνουν τους κατοίκους των πόλεων, ούτε παρέχουν μόνο δώρα, αλλά και τιμωρούν πολλές φορές. Γι’ αυτό το λόγο και ξίφος ακονίζεται γι’ αυτούς και βάραθρο αναμένει, και τροχός, και πάσσαλοι, και δήμιοι, και αναρίθμητα άλλα είδη κολασμού. Αυτό που είναι ο δήμιος στην περίπτωση των δικαστών, για το Θεό είναι ο λιμός, ο οποίος ως δήμιος μας σωφρονίζει και μας απομακρύνει από την κακία. Το ίδιο μπορούμε να παρατηρήσουμε και στους γεωργούς. Διότι δεν περιποιούνται μόνο την ρίζα της αμπέλου, ούτε την περιφράσσουν, αλλά και περικόπτουν αυτήν και κόπτουν πολλούς βλαστούς. Γι’ αυτό δεν έχουν μόνο αξίνα, αλλά και δρέπανα κατάλληλα να κόπτουν. Αλλά δεν τους κατηγορούμε και αυτούς για όλα αυτά. Και μάλιστα τότε τους θαυμάζουμε, όταν τους βλέπουμε να αποκόπτουν πολλά άχρηστα, ώστε με την αποκοπή των περιττών να εξασφαλισθεί η βεβαία σωτηρία των άλλων. Πως λοιπόν δεν είναι παράλογο, τον μεν πατέρα, και το γιατρό, και το δικαστή, και το γεωργό να τους επιδοκιμάζουμε και ούτε εκείνον, όταν διώχνει το γιο του από το σπίτι, ούτε το γιατρό όταν βασανίζει τον ασθενή, ούτε το δικαστή όταν τιμωρεί, ούτε το γεωργό όταν κλαδεύει να επικρίνουμε και να κατηγορούμε, και το Θεό, αν θελήσει καμιά φορά, που είμαστε αποχαυνωμένοι, να μας κάνει να συνέλθουμε από την πολλή μέθη, την οποία γεννά η κακία, να τον επικρίνουμε και να βάλλουμε εναντίον του με αναρίθμητες κατηγορίες; Δεν είναι ίδιον της μεγίστης ανοησίας να μην επιτρέπουμε στο Κύριο ίση δικαιολογία προς εκείνη που αναγνωρίζουμε στους συνδούλους μας;
Αυτά τα λέω από πρόνοια για τους ίδιους τους κατηγόρους, ώστε λακτίζοντες προς κέντρα να μη ματώνουν τα πόδια τους, ούτε ρίχνοντας λίθους προς τον ουρανό να δεχθούν τραύματα στο κεφάλι τους. Μπορώ ακόμα να αναφέρω και άλλο βαρύτερο ακόμη. Ας παραλείψω να εξετάσω (συμβατικώς το λέω), αν ο Θεός μας αφαίρεσε τα δοθέντα προς ωφέλειά μας. Λέω όμως τούτο μόνο, ότι, αν έλαβε αυτά που έδωσε, και πάλι δεν θα μπορούσε να τον επικρίνει κανείς γι’ αυτό. Διότι είναι κύριος των δικών του. Μεταξύ των ανθρώπων, όταν δίνουν χρήματα, ως παρακαταθήκη ή δανείζουν, συνηθίζουν να χρωστούν ευγνωμοσύνη οι λαβόντες για το χρόνο που κράτησαν τα δανεικά και δεν αγανακτούν όταν έρχεται η στιγμή να τα στερηθούν. Όταν λοιπόν ο Θεός θέλει να λάβει πίσω τα δικά του, θα τον κατηγορήσουμε; Πες μου; Και πως μια τέτοια αντίληψη δεν αποτελεί μεγάλη ανοησία; Αλλά ο μέγας και γενναίος Ιώβ δεν ενεργούσε κατ’ αυτό τον τρόπο. Όχι μόνο όταν λάμβανε, αλλά και όταν αποστερούταν, αναγνώριζε μεγάλη χάρη και έλεγε τα εξής: «ο Κύριος τα έδωσε, ο Κύριος πάλι τα αφαίρεσε. Ας είναι ευλογημένο το όνομα του Κυρίου εις τους αιώνας» (Ιώβ 1,21). Εάν τώρα και για τα δύο αυτά απολύτως πρέπει να ευχαριστούμε το Θεό, και για το καθένα χωριστά, και αν η αφαίρεση δεν είναι λιγότερο ωφέλιμη από τη χορήγηση, πες μου, ποιος θα μας συγχωρήσει, αν αυτόν τον τόσο επιεική και φιλάνθρωπο και κηδεμόνα μας, τον σοφότερο από κάθε γιατρό, φιλοστοργότερο από κάθε πατέρα, τον δικαιότερο από κάθε δικαστή, αυτόν ο οποίος φροντίζει για τις ψυχές μας με μεγαλύτερη επιμέλεια από κάθε γεωργό, εμείς τον ανταμείβουμε με τα αντίθετα και αν δυσανασχετούμε εναντίον Αυτού, τον οποίο πρέπει να προσκυνούμε;

Άραγε μπορεί να υπάρξει απρερισκεπτότερο και ανοητότερο από εκείνο, που λένε μερικοί, ότι δηλαδή μέσα σε τόση τάξη και αρμονία του σύμπαντος εμείς στερούμαστε της προνοίας του Θεού; Όπως δηλαδή αν κανείς υποστηρίζει ότι ο ήλιος είναι σκοτεινός και ψυχρός, παρέχει με αυτή τη γνώμη δείγμα μεγάλης ανοησίας, το ίδιο και αν αμφιβάλλει για την πρόνοια του Θεού, μαρτυρεί πολύ μεγαλύτερη ανοησία με τις επικρίσεις του. Ούτε ο ήλιος δεν είναι τόσο φωτεινός, όσο σαφής είναι η πρόνοια του Θεού. Αλλά τολμούν μερικοί να υποστηρίζουν, ότι τα ανθρώπινα τα κατευθύνουν δαίμονες. Τι να κάνω; Έχεις Κύριο φιλάνθρωπο. Διότι προτιμά μάλλον να βλασφημείται από εσένα με τους λόγους αυτούς παρά να σε παραδώσει στους δαίμονες και να σε πείσει εμπράκτως πως κυβερνούν οι δαίμονες. Τότε, με την πείρα αυτή, θα μάθαινες καλώς την πονηρία τους. Ή μάλλον και τώρα είναι δυνατόν να σας την παραστήσω με ένα μικρό παράδειγμα. Συνάντησαν το Χριστό μερικοί δαιμονιζόμενοι, εξερχόμενοι από τους τάφους, και τον παρακάλεσαν οι δαίμονες να τους επιτρέψει να εισέλθουν σε αγέλη χοίρων (Ματθ. 8,28). Και τους επέτρεψε και εισήλθαν και αμέσως τους κατακρήμνισαν όλους. Έτσι κυβερνούν οι δαίμονες. Και με τους χοίρους δεν είχαν κανέναν ιδιαίτερο λόγο, ενώ προς εσένα υπάρχει πάντοτε άσπονδος πόλεμος και ασυμφιλίωτη μάχη και έχθρα αθάνατη. Εάν τους χοίρους με τους οποίους δεν είχαν τίποτα κοινό, δεν τους ανέχθηκαν ούτε μια ελάχιστη στιγμή του χρόνου, τι δεν θα έκανα, εάν είχαν στην εξουσία τους εμάς, που είμαστε εχθροί τους και συνεχώς τους δαγκώνουμε. Γι’ αυτό και ο Θεός τους άφησε να εφορμήσουν στην αγέλη των χοίρων, για να γνωρίσεις την κακία τους στα σώματα των αλόγων ζώων. Και είναι σε όλους φανερό, ότι τα ίδια θα είχαν κάνει και στους δαιμονιζομένους εκείνους, αυτά δηλαδή που έκαναν στους χοίρους, αν οι δαιμονιζόμενοι και μέσα στην τρέλα τους δεν ήταν αντικείμενο μεγάλης προνοίας από μέρους του Θεού. Και τώρα λοιπόν, αν δεις άνθρωπο ταρασσόμενο από δαίμονα, προσκύνησε τον Κύριο και μάθε την κακία των δαιμόνων.

Στην περίπτωση αυτών των δαιμονιζομένων μπορείς να δεις και τα δυο, και τη φιλανθρωπία του Θεού, και την κακία των δαιμόνων. Την μεν κακία των δαιμόνων την βλέπεις όταν ταράσσουν και αναστατώνουν την ψυχή του δαιμονιζομένου. Τη δε φιλανθρωπία του Θεού την βλέπεις, όταν έναν τόσο άγριο δαίμονα, που κατοικεί μέσα του, τον συγκρατεί και τον εμποδίζει και δεν του επιτρέπει να χρησιμοποιήσει όλη του τη δύναμη, αλλά του επιτρέπει να δείξει τη δύναμή του τόσο μόνο, όσο αρκεί και τον άνθρωπο να τον σωφρονίσει, και να καταστήσει φανερή τη δική του κακία. Θέλεις πάλι και με ένα άλλο παράδειγμα να δεις πως κυβερνά ο δαίμονας, όταν ο Θεός του επιτρέπει να χρησιμοποιήσει τη δύναμή του; Σκέψου τα βουκόλια, τα κοπάδια του Ιώβ, πως τα κατέστρεψε όλα σε μια μόνο στιγμή, σκέψου το θλιβερό θάνατο των παιδιών του και τις πληγές, που προξένησε στο σώμα του. Και τότε θα δεις την ωμότητα και την απανθρωπιά και τη σκληρότητα της κακίας των δαιμόνων, και από αυτό θα κατανοήσεις σαφώς ότι, εάν ο Θεός άφηνε το παν στην απόλυτη εξουσία τους, θα συνέβαινε τα πάντα να βρίσκονται σε μια σύγχυση και ταραχή, και θα έκαναν και σε μας αυτά που έκαναν στους χοίρους και τα βουκόλια του Ιώβ και δεν θα υπολόγιζαν τη δική μας ζωή.

Αν κυβερνούσαν οι δαίμονες, δεν θα είμαστε σε καθόλου καλύτερη κατάσταση από εκείνη των δαιμονιζομένων, μάλλον θα είμαστε σε χειρότερη κατάσταση από εκείνους. Διότι και εκείνους δεν εγκατέλειψε ο Θεός στην απόλυτη τυραννία των δαιμόνων, διότι τότε θα είχαν πάθει πολύ χειρότερα από όσα πάσχουν τώρα. Εγώ θα ρωτούσα να μάθω και το εξής από αυτούς που τα λένε αυτά. Ποια δηλαδή αταξία βλέπουν στα παρόντα, ώστε να αναθέτουν τη διοίκηση όλων των ανθρωπίνων στους δαίμονες; Διότι βλέπουμε τον ήλιο τόσα χρόνια να διαγράφει με τάξη την τροχιά του κάθε μέρα, τον ποικίλο χορό των άστρων να διατηρεί τη δική του τάξη, την τροχιά της σελήνης απαρεμπόδιστη, την διαδοχή της νύκτας και της ημέρες να συντελείται με ακρίβεια, όλα, και τα άνω και τα κάτω, κινούνται ως ένας αρμονικός χορός, μάλλον περισσότερο και ακριβέστερα από χορό, διότι το καθένα διατηρεί τη δική του θέση και δεν εκτρέπεται από τη γενική τάξη, την οποία καθόρισε ο Θεός από την αρχή που τα δημιούργησε.

Αλλά θα πει κανείς, τι το όφελος όταν ο ουρανός μεν και ο ήλιος και η σελήνη και ο χορός των άστρων και όλα τα άλλα έχουν ζηλευτή τάξη και αρμονία, ενώ τα ανθρώπινα είναι γεμάτα σύγχυση και αταξία; Από ποια σύγχυση και αταξία, άνθρωπέ μου; Ο μεν πλουτίζει, λέει, και μετέρχεται βία, αρπάζει και είναι πλεονέκτης, καταπίνει κάθε μέρα τις περιουσίες των πτωχών, και δεν πάσχει κανένα κακό. Και ο δε, που ζει μετριοπαθώς, που είναι κοσμημένος με σωφροσύνη και δικαιοσύνη και με όλα τα άλλα αγαθά, υποφέρει από τη φτώχια και τις ασθένειες και τα χειρότερα δεινά. Αυτά λοιπόν είναι που σε σκανδαλίζουν; Ναι, λέει, αυτά. Εάν λοιπόν δεις και πολλούς από τους άρπαγες να τιμωρούνται, και μερικούς εναρέτους ή και αναριθμήτους να απολαμβάνουν τα αγαθά, γιατί τότε δεν εγκαταλείπεις αυτή τη γνώμη και δεν αποδέχεσαι τον Κύριο; Διότι αυτό είναι που με σκανδαλίζει περισσότερο. Γιατί μεταξύ δύο πονηρών, ο μεν ένας τιμωρείται, ενώ ο άλλος απέρχεται από αυτό τον κόσμο, αφού διέφυγε την τιμωρία, και μεταξύ δύο αγαθών ο μεν ένας τιμάται, ενώ ο άλλος τιμωρείται σε όλη του τη ζωή; Αλλά και αυτό είναι μέγιστο έργο της προνοίας του Θεού. Διότι εάν όλους τους κακούς τους τιμωρούσε εδώ, σε αυτή τη ζωή, και έδινε αμοιβή επίσης εδώ σε όλους τους καλούς, τότε θα ήταν περιττή η ώρα της κρίσεως. Και πάλι, εάν δεν τιμωρούσε κανένα κακό και δεν τιμούσε κανένα καλό, τότε και οι φαύλοι θα γίνονταν φαυλότεροι και χειρότεροι, καθώς και περισσότερο αδιάφοροι από τους καλούς. Και αυτοί που έχουν την τάση να βλασφημούν, θα κατηγορούσαν περισσότερο το Θεό και θα έλεγαν, ότι τα ανθρώπινα στερούνται παντελώς της πρόνοιας του Θεού. Διότι εάν και τώρα, που τιμωρούνται μερικοί πονηροί και αμείβονται μερικοί αγαθοί, ισχυρίζονται ότι τα ανθρώπινα βρίσκονται έξω από την πρόνοια του Θεού, εάν δεν γινόταν και αυτό και τι δεν θα έλεγαν; Και ποιες λέξεις δεν θα ξεστόμιζαν; Γι’ αυτό άλλους μεν από τους πονηρούς τους τιμωρεί και άλλους δεν τους τιμωρεί, και από τους αγαθούς άλλους αμείβει και άλλους δεν αμείβει. Δεν τους τιμωρεί βεβαίως όλους για να σε πείσει ότι υπάρχει ανάσταση. Τιμωρεί όμως μερικούς για να καταστήσει με το φόβο προσεκτικότερους τους αμελείς, με την τιμωρία δηλαδή των άλλων. Από το άλλος μέρος, αμείβει μερικούς από τους αγαθούς, ώστε με τις αμοιβές να προσελκύσει και άλλους στο ζήλο της αρετής. Και δεν τους αμείβει όλους, για να μάθεις, ότι υπάρχει άλλος χρόνος, κατά τον οποίο οι πάντες θα λάβουν το μισθό των έργων τους.

Διότι εάν σε αυτή τη ζωή απολάμβαναν όλοι την αντάξια ανταμοιβή, δεν θα πίστευαν στη διδασκαλία της αναστάσεως. Εάν πάλι κανείς δεν απολάμβανε σύμφωνα προς την αξία του, οι περισσότεροι θα γίνονταν αδιάφοροι. Γι’ αυτό άλλους μεν τιμωρεί και άλλους δε δεν τιμωρεί, ωφελώντας με αυτό τον τρόπο και τους τιμωρουμένους και τους μη τιμωρουμένους. Διότι των πρώτων εκριζώνει την κακία, ενώ τους δεύτερους τους καθιστά σωφρονεστέρους με την τιμωρία των άλλων. Και αυτό είναι φανερό από όσα είπε ο ίδιος ο Χριστός. Όταν δηλαδή του ανήγγειλαν, ότι ένας πύργος, που κατέπεσε, καταπλάκωσε μερικούς ανθρώπους, είπε προς αυτούς: «Τι νομίζετε, ότι εκείνοι μόνο ήταν αμαρτωλοί; Όχι σας λέω. Αλλά εάν δεν μετανοήσετε, θα πάθετε και εσείς τα ίδια»(Λουκ. 13,4). Είδες πως χάθηκαν και εκείνοι για τις αμαρτίες τους, αλλά και οι άλλοι που διέφυγαν δεν διέφυγαν για τη δικαιοσύνη τους, αλλά για να γίνουν καλύτεροι διδασκόμενοι από τις τιμωρίες των άλλων; Αλλά θα πεις, αδικούνται οι τιμωρούμενοι. Διότι θα μπορούσαν χωρίς να τιμωρηθούν να γίνουν αυτοί καλύτεροι από τις τιμωρίες των άλλων. Αλλά εάν ο Θεός γνώριζε, ότι αυτοί θα γίνονταν καλύτεροι με τη μετάνοια, δεν θα τους τιμωρούσε. Διότι εάν, ενώ γνωρίζει εκ των προτέρων ότι πολλοί δεν θα επωφεληθούν από τη μακροθυμία του, εν τούτοις δείχνει μεγάλη ανεξικακία και εκπληρώνει το χρέος του και τους παρέχει την ευκαιρία να ανανήψουν και να συνέλθουν από την ανοησία τους, πώς θα αποστερούσε από το κέρδος της μετανοίας όσους επρόκειτο να γίνουν καλύτεροι από την τιμωρία των άλλων; Ώστε δεν αδικούνται καθόλου, διότι και η κακία τους εκριζώνεται με την τιμωρία και η κόλαση στον άλλο κόσμο θα είναι ελαφρότερη, διότι πρόλαβαν και υπέφεραν πολλά εδώ, σε αυτή τη ζωή.

Από την άλλη μεριά, όσοι δεν τιμωρήθηκαν εδώ, δεν αδικούνται καθόλου. Διότι είχαν τη δυνατότητα, εάν ήθελαν, να επωφεληθούν από τη μακροθυμία του Θεού, για να στραφούν προς την αρετή και αφού θαυμάσουν την ανεξικακία να σεβασθούν την υπερβολική ανοχή και να μεταστραφούν προς την αρετή και από τις τιμωρίες των άλλων να κερδίσουν αυτοί την δική τους σωτηρία. Εάν όμως επιμένουν στην κακία τους, δεν είναι αίτιος ο Θεός, ο οποίος μακροθυμεί ακριβώς γι’ αυτό, για να τους ανακτήσει, αλλά οι ίδιοι είναι ανάξιοι συγχωρήσεως, διότι δεν χρησιμοποίησαν δεόντως τη μακροθυμία του Θεού. Και είναι δυνατόν να παραθέσω όχι μόνο αυτό το λόγο, που εξηγεί γιατί δεν τιμωρούνται εδώ όλοι οι κακοί, αλλά και άλλον όχι μικρότερης αξίας. Ποιος είναι αυτός; Ότι, εάν ο Θεός τιμωρούσε όλους για όλα τα αμαρτήματά τους, από πολλού θα είχε εξαφανισθεί το ανθρώπινο γένος και δεν θα διατηρούσε τη συνέχειά του. Και για να καταλάβεις ότι αυτό είναι αληθές άκουσε τον προφήτη που λέει: «Εάν λάβεις υπ’ όψιν τας ανομίας, Κύριε, ποιος θα αντέξει; » (Ψαλμ. 129,3). Αν κρίνεις αναγκαίο ας βασανίσουμε αυτή τη φράση. Αν εξετάσουμε με ακρίβεια τη ζωή μας (διότι δεν είναι δυνατό να γνωρίζουμε τη ζωή του καθενός) και φέρουμε στη μέση τις αμαρτίες που ομολογουμένως πράττουμε όλοι, θα μας γίνει φανερό, ότι εάν τιμωρούμαστε για κάθε ένα από τα αμαρτήματά μας, θα είχαμε αφανισθεί προ πολλού.

Όποιος κάλεσε τον αδελφό του ανόητο, είναι ένοχος εις τη γέενα του πυρός, λέει (Ματθ. 5,22). Υπάρχει λοιπόν κανείς από μας, που δεν υπέπεσε σε αυτό το αμάρτημα ; Τι λοιπόν, έπρεπε αμέσως να αναρπασθεί; Τότε θα είχαμε αναρπασθεί και θα είχαμε αφανισθεί όλοι από παλιά και ακόμη παλιότερα. Πάλιν λέει, όποιος ορκίζεται, και αν αληθώς ορκίζεται, κάνει πράγματα εκ του πονηρού (Ματθ. 5,37). Αλλά ποιος υπάρχει που δεν έχει ορκισθεί; Ή μάλλον υπάρχει κανείς που δεν παρέβη τον όρκο του ποτέ; Όποιος, λέει, κοιτάξει γυναίκα με οφθαλμούς ακολάστους, είναι ήδη μοιχός (Μα7θ. 5,28). Και αυτής της αμαρτίας μπορεί να βρει κανείς πολλούς ενόχους. Όταν λοιπόν τα αμαρτήματα που ομολογούμε είναι τέτοιου είδους, τόσο δηλαδή ανυπόφορα, και κάθε ένα από αυτά επισύρει εναντίον μας την απαραίτητη τιμωρία, αν αναλογισθούμε και όσα διαπράξαμε κρυφά, τότε κυρίως θα δούμε την πρόνοια του Θεού, η οποία δεν μας τιμωρεί για κάθε αμάρτημα. Ώστε όταν δεις κάποιον να είναι άρπαγας, πλεονέκτης και να μην τιμωρείται, διερεύνησε και εσύ τη συνείδησή σου, αναλογίσου όλη σου τη ζωή, θυμήσου τις αμαρτίες σου, και θα μάθεις καλά, ότι εσένα πρώτο δεν σε συμφέρει να τιμωρηθείς για κάθε ένα από τα αμαρτήματά σου. Γι’ αυτό οι πολλοί φωνάζουν αμέτρως, επειδή δεν εξετάζουν τα δικά τους αμαρτήματα πριν από τα ξένα, αλλά παραλείπουμε τα δικά μας όλοι και εξετάζουμε τα αμαρτήματα των άλλων. Άλλα ας μη κάνουμε πλέον αυτό, αλλά το αντίθετο. Και αν δεις κανένα δίκαιο να τιμωρείτε, θυμήσου τον Ιώβ. Και δίκαιος να είναι κανείς, δεν θα είναι δικαιότερος από εκείνον, ούτε καν θα τον πλησιάζει. Και αν υποφέρει αμέτρητα κακά, ποτέ δεν είναι δυνατόν να έπαθε όσα έπαθε εκείνος.
Τούτο λοιπόν έχων στο νου σου, πάψε να κατηγορείς τον Κύριο, αφού κατανοήσεις, ότι ο Θεός δεν αφήνει το δίκαιο να υποφέρει, διότι τον εγκαταλείπει, αλλά διότι θέλει να τον στεφανώσει και να τον καταστήσει ενδοξότερο. Αν πάλι δεις αμαρτωλό να τιμωρείται, θυμήσου τον παραλυτικό, ο οποίος επί 38 χρόνια ήταν κατάκοιτος στο κρεβάτι (Ιωαν. 5,5). Ότι πράγματι και εκείνος παραδόθηκε τότε στην αρρώστια εκείνη για τις αμαρτίες του, άκουσε το Χριστό που το λέει: «Ιδού, έγινες υγιής, μη αμαρτάνεις πλέον, για να μη σου συμβεί κάτι χειρότερο» (Ιωαν. 5,14). Διότι ή πληρώνουμε τις αμαρτίες μας τιμωρούμενοι ή λαμβάνουμε ευκαιρία για να στεφανωθούμε, αν, ενώ ζούμε εναρέτως, υποφέρουμε. Ώστε και αν ζούμε με δικαιοσύνη και αν ζούμε στην αμαρτία, η τιμωρία μας είναι ωφέλιμος, διότι άλλοτε μεν μας καθιστά λαμπρότερους, άλλοτε σωφρονέστερους και ελαφρώνει τη μέλλουσα τιμωρία. Ότι πράγματι, όταν τιμωρηθούμε σ’ αυτή τη ζωή και υπομείνουμε ευχαρίστως την τιμωρία, συμβαίνει να μας αναμένει στην άλλη ζωή ηπιότερη τιμωρία, άκουσε τον Παύλο που το λέει: «Δια τούτο υπάρχουν μεταξύ σας πολλοί αδύνατοι και άρρωστοι, και αρκετοί νεκροί. Διότι εάν κρίναμε τον εαυτό μας, δεν θα κρινόμασταν. Κρινόμενοι όμως από τον Κύριο τιμωρούμαστε για να μην καταδικασθούμε με τον κόσμο» (Α’ Κορινθ. 11,30-32). Γνωρίζοντες λοιπόν καλώς όλα αυτά και εμβαθύνοντας γενικά στο θέμα της πρόνοιας του Θεού, να αποστομώνουμε αυτούς, που αντιλέγουν.

Και αν υπάρχει κάτι που υπερβαίνει τη δική μας σκέψη, να μην κρίνουμε από αυτό και καταλήγουμε στο συμπέρασμα, ότι ο Θεός δεν προνοεί για τα ανθρώπινα, αλλά αφού κατανοήσαμε την πρόνοια αυτού εν μέρει, στα σημεία, που παραμένουν ακατανόητα, ας αναλογιστούμε, ότι η σοφία του Θεού είναι ανεξερεύνητη. Διότι, εάν ο ανίδεος δεν μπορεί να κατανοήσει την τέχνη του ανθρώπου, πολύ περισσότερο είναι αδύνατο η ανθρώπινη σκέψη να κατανοήσει σε όλο το βάθος το άπειρο της πρόνοιας του Θεού. «Διότι αι κρίσεις του είναι ανεξερεύνητοι και ανεξιχνίαστοι οι δρόμοι του» (Ρωμ. 11,33). Αλλ’ όμως από τα λίγα, αφού λάβουμε φανερή και σαφή πίστη, ας ευχαριστούμε αυτόν για όλα όσα γίνονται. Και πράγματι, υπάρχει και ένα άλλο επιχείρημα, που δεν επιδέχεται αντίρρηση, για όσους θέλουν να φιλοσοφήσουν στο θέμα της θείας πρόνοιας. Ας ρωτήσουμε όσους αντιλέγουν: Υπάρχει άραγε Θεός; Και αν μας πουν, ότι δεν υπάρχει, τότε να μην τους απαντήσουμε. Όπως δηλαδή δεν αξίζει να απαντάμε σε παράφρονες, το ίδιο και για εκείνους που υποστηρίζουν, ότι δεν υπάρχει Θεός. Διότι, εάν ένα πλοίο, που έχει λίγους ναύτες και επιβάτες, δεν μπορεί να διανύσει σώο ούτε ένα στάδιο, χωρίς το χέρι που το κυβερνά, πολύ περισσότερο τόσο μέγας κόσμος, που περιέχει τόσα σώματα συγκείμενα από διάφορα στοιχεία, δεν θα διασωζόταν επί τόσο χρόνο, αν δεν προΐστατο αυτού κάποια πρόνοια, που συγκρατεί το σύμπαν και διατηρεί τη συνέχειά του διαρκώς. Αν όμως ντραπούν την κοινή γνώμη όλων και την πείρα που μας προσφέρουν τα ίδια τα πράγματα και ομολογήσουν ότι υπάρχει Θεός, ας του πούμε, ότι εάν υπάρχει Θεός, όπως πράγματι υπάρχει, είναι επόμενο να είναι και δίκαιος. Διότι εάν δεν είναι δίκαιος, δεν είναι και Θεός. Εάν δε είναι δίκαιος, τότε αποδίδει στον καθένα μισθό αντάξιο προς τα έργα του. Αλλά βλέπουμε, ότι εδώ δεν απολαμβάνουν όλοι κατά την αξία των έργων τους. Επομένως είναι ανάγκη να ελπίσουμε, ότι επιφυλάσσεται στο μέλλον μια άλλη αμοιβή, για να αμειφθεί έκαστος κατά την αξία των έργων του και να φανεί το δίκαιο του Θεού. Αυτή η λοιπόν η επιχειρηματολογία μαζί με τη βαθύτερη επεξεργασίας της διδασκαλίας για τη θεία πρόνοια, μας εισάγει και στη διδασκαλία της αναστάσεως.
Όλα αυτά λοιπόν γνωρίζοντες, και εμείς οι ίδιοι να σκεπτόμαστε τα περί προνοίας και αναστάσεως και άλλους να διαφωτίζουμε και να καταβάλουμε κάθε προσπάθεια να αποστομώνουμε τους λυσσαλέους εχθρούς του Κυρίου, και να Τον δοξάσουμε σε όλα. Διότι κατ’ αυτό τον τρόπο θα τύχουμε μεγαλύτερης κηδεμονίας του και μεγάλης βοηθείας και θα μπορέσουμε να απαλλαγούμε από την πραγματική κακία και να επιτύχουμε τα μέλλοντα αγαθά με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δια του οποίου και μετά του οποίου η δόξα εις τον Πατέρα, μαζί και το Άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.